ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Γυναίκες των Κυνοπιαστών με παραδοσιακές ενδυμασίες στην κεντρική θύρα της εκκλησίας της Παναγίας (Φεβρ. 1930)

Η χιλιόχρονη λαϊκή μουσική παράδοση της υπαίθρου Κέρκυρας

H ισχυρή μουσική ταυτότητα της Κέρκυρας και ο χαρακτηρισμός της ως «νησί της μουσικής» οφείλεται κυρίως στην παράδοση που διαμορφώθηκε το 19ο και τον 20ό αιώνα, μέσα από τις φιλαρμονικές της, (από τέσσερις που υπήρχαν στις αρχές του 20ου αι. έφτασαν σε λιγότερο από 100 χρόνια στις 19!) που έχουν την αφετηρία τους στην ίδρυση της Φιλαρμονικής Εταιρίας Κέρκυρας (Παλαιάς) στα 1840, αλλά και στις 10άδες χορωδίες, τα ωδεία, τα ορχηστρικά σχήματα το Μουσικό Σχολείο και φυσικά, στο Τμήμα Μουσικών Σπουδών του Ιονίου Πανεπιστημίου. Τα περισσότερα από τα ιδρύματα αυτά αναφέρονται συχνά και στο ιταλικής προελεύσεως λυρικό θέατρο, που εμφανίστηκε στην πόλη της Κέρκυρας από τα 1733 (Σαν Τζιάκομο), αλλά και στους μεγάλους μουσουργούς του 19ου και του 20ου αι. όπως ο Ν. Μάντζαρος, ο Σπ. Ξύνδας, ο  Σπ. Σαμάρας, ο Αλ. Γκρεκ κ.α. που σφράγισαν με το έργο τους, τη μουσική παράδοση του Νησιού αλλά και ευρύτερα της χώρας.
Αιώνες όμως πριν την διαμόρφωση της σύγχρονης και δυναμικής μουσικής ταυτότητας της Κέρκυρας, με την έντεχνη μουσική δημιουργία και τις αδιαμφισβήτητες ιταλικές επιδράσεις, στη διαχρονικά, υπέρτερη πληθυσμιακά, ύπαιθρο του νησιού, την άλλη Κέρκυρα, καταγράφεται ιστορικά με πλήθος στοιχείων και μαρτυριών, η ύπαρξη της πλούσιας λαϊκής μουσικής παράδοσης του νησιού που, άλλοι μεν την αγνοούν και άλλοι σκόπιμα την αποσιωπούν.
Η παράδοση αυτή έχει την αφετηρία της στη διάρκεια της μέσης βυζαντινής περιόδου, (10ος και 11ος αιώνας) και επιβιώνει ως τις μέρες μας, με τα ακριτικά τραγούδια και τις παραλογές, το είδος των τραγουδιών που ήταν διαδεδομένο σ’ ολόκληρο το μεσαιωνικό ελληνικό κόσμο1. Πλήθος τέτοιων αφηγηματικών  τραγουδιών διατηρήθηκε στη ζωή, μέσα από τη λαϊκή παράδοση των απλών ανθρώπων στα χωριά του νησιού, που τα απέδιδαν και σε ορισμένες περιπτώσεις συνεχίζουν να τα αποδίδουν και να τα χορεύουν, με διάφορες παραλλαγές, σε ιδιαίτερες τοπικές μελωδίες, με λιτούς, απλούς συρτούς χορευτικούς ρυθμούς.
Η κατηγορία αυτών των τραγουδιών εμπλουτίστηκε με νεότερες παραλογές και μοιρολόγια, τραγούδια αγάπης με αφηγηματικούς στίχους και κυρίως με πλήθος λαϊκών δίστιχων (λιανοτράγουδων), πολλά από τα οποία, είτε έφεραν μαζί τους πρόσφυγες από την Κρήτη, την Πελοπόννησο, την ΄Ηπειρο κ.α., είτε διαμορφώθηκαν από τις τοπικές κλειστές αγροτικές κοινωνίες και την όποια επαφή είχαν αυτές στο πέρασμα του χρόνου με την εντός των τειχών πόλη.
Μόλις πρόσφατα, ο καθηγητής μουσικολογίας του Τμήματος Μουσικών Σπουδών του Ιονίου Πανεπιστημίου, Κώστας Καρδάμης, σε κείμενό του για το έντεχνο τραγούδι των Επτανήσων κατά τον 19ο αιώνα, αναφέρεται σε κερκυραϊκές μελωδίες που ήταν πασίγνωστες στη Βενετία, (το 18ο αιώνα) και σε κερκυραϊκά εξωαστικά άσματα που τραγουδούσε στις αρχές του 19ου αιώνα, στο Παρίσι και το Λονδίνο, ο μετέπειτα πρόεδρος της Γερουσίας και της Ιονίου Βουλής, Εμμανουήλ Θεοτόκης2.
 Ιδιωματικά έθιμα και ελληνική γλώσσα
Ο Γεράσιμος Χυτήρης
Να σημειωθεί εδώ ότι, σύμφωνα με τον ιστορικό και λαογράφο Γεράσιμο Χυτήρη, ο πληθυσμός της κερκυραϊκής υπαίθρου, ως και το 19ο αιώνα, όντας «καταδικασμένος από την πόλη σε απομόνωση, στέκεται πλησιέστερα και συνεπέστερα στις ελληνικές του ρίζες. Διακρατεί μια δική του κουλτούρα αυτόχθονη και αυτάρκη. Ως τον πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, δεν επηρεάζεται από το αστικό κέντρο και βιώνει τα ιδιωματικά της ήθη, έθιμα, παραδόσεις, χορούς, τραγούδια, παραμύθια, ενδυμασίες και γλώσσα»3.
Ειδικότερα για την τελευταία, ο ιστορικός της Κέρκυρας μεσαιωνοδίφης Ιωάννης Ρωμανός, μελετώντας τα γλωσσικά του νησιού, βρίσκει το 1870, την ελληνική γλώσσα «διαφυλαχθείσα εν τοις αγροίς καθαροτάτην»4, ενώ ο Γάλλος Lamare Picquot, την ίδια εποχή, σημειώνει ότι «οι σχέσεις που διατήρησε τόσα (411) χρόνια η Βενετία με την Κέρκυρα, έκαμαν τους Κερκυραίους (εννοεί της περιτειχισμένης πόλης) να αποκτήσουν τα έθιμα και να υιοθετήσουν τη γλώσσα της μητροπόλεως. Όλοι οι αστοί, μαζί με την ελληνική μητρική τους γλώσσα μιλούν και βενετσιάνικα (…). Οι χωρικοί της Κέρκυρας και οι Έλληνες των άλλων νησιών, μιλούν μόνο τα νέα ελληνικά, τα «ρωμαίικα» 5, κάτι που επιβεβαιώνεται απόλυτα και από τη γλώσσα των τραγουδιών της λαϊκής παράδοσης.
Η λαϊκή μουσική παράδοση εμπλουτίζεται
Σ’ αυτό το πλαίσιο, εκτός των μεσαιωνικών τραγουδιών με τη βυζαντινή προέλευση (ακριτικά και παραλογές) κι εκείνων που προστέθηκαν στην συνέχεια, διαμορφώθηκαν επιπλέον και πολλά τραγούδια του γάμου με εξαιρετικούς στίχους και σε μεγάλη ποικιλία μελωδικών παραλλαγών. Τα τραγούδια τούτα, με μικρές ή μεγαλύτερες διαφορές από χωριό σε χωριό, αποδίδονται ακόμη και σήμερα, όλα από ανεπιτήδευτες φωνές, κυρίως γυναικών, που τα μαθαίνουν με το αυτί (αρέκια), χωρίς γνώσεις μουσικής και παλιότερα, χωρίς δυνατότητες ανάγνωσης και γραφής.
Ορισμένα από τα τραγούδια του γάμου και ιδιαίτερα τα χορευτικά, όπως συμβαίνει και στα τοπικά πανηγύρια, συνοδεύονταν παλιά, από αρχέγονα μουσικά όργανα, την ασκομαντούρα (άσκαυλο) και τα ταμπουρλονιάκαρα (νιάκαρα = οξύαυλος)6. Από το 19ο αιώνα τα όργανα αυτά σταδιακά αντικαθίστανται από τα ευρωπαϊκά, βιολί και κιθάρα, ενώ κατά το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, προστίθεται σ’ αυτά και το ακκορντεόν.
Οι ιδιαίτερες κοινωνικές συνθήκες ευνόησαν τη δημιουργία και άλλων κατηγοριών τραγουδιών, όπως αυτά της αγροτικής ζωής και ειδικά του ελαιώνα, της ξενιτιάς, της τάβλας, τα λαϊκοθρησκευτικά των μεγάλων γιορτών, τα τραγούδια της αποκριάς, των πανηγυριών κ.α. εμπλουτίζοντας ακόμη περισσότερο την εξαιρετική ποικιλία των τραγουδιών της χιλιόχρονης λαϊκής μουσικής παράδοσης της άλλης, της εξωαστικής Κέρκυρας.
Αστική επίδραση και συρρίκνωση
Η Χορωδία Κυνοπιαστών το 1933, στο πανηγύρι των Αγ. Πάντων Σιναράδων
Μετά τον πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, το ουσιαστικό άνοιγμα της πόλης για τους κατοίκους της υπαίθρου, η διαρκώς διευρυνόμενη επικοινωνία των Κερκυραίων (αστών και χωρικών) μεταξύ τους και η σταδιακή άμβλυνση των κοινωνικών διαφορών, ευνόησε τη μεταφορά έντεχνων αστικών μελωδιών (καντάδων κλπ.) στους φιλόμουσους της υπαίθρου, που τις υποδέχτηκαν αποδίδοντάς τες με το δικό τους τρόπο, παράλληλα με την παμπάλαιη τοπική παράδοση.
Η λαϊκή μουσική παράδοση της υπαίθρου Κέρκυρας, κατορθώνει παρά ταύτα, να επιβιώνει με κάποιες απώλειες, ως και τη 10ετία του 1960. Είναι τότε που σαρώνουν τα πάντα, η αστυφιλία και η μετανάστευση, η εισαγωγή του ραδιοφώνου και της τηλεόρασης (και δι΄αυτών, των ακουσμάτων από την άλλη Ελλάδα και την πέραν αυτής ανατολή), η σταδιακή αστικοποίηση της ζωής στα χωριά, η ριζική αλλαγή των δομών των μέχρι τότε αγροτικών κοινωνιών αλλά και η μαζική εμφάνιση του τουρισμού.
Βαθιές ρίζες στο χώρο και το χρόνο
Όλα αυτά μαζί, οδήγησαν σε συρρίκνωση τη χιλιόχρονη κερκυραϊκή λαϊκή μουσική παράδοση, όχι όμως στον αφανισμό της.
Στίχοι, ρυθμοί και μελωδίες της, επιβιώνουν στο νησί και στις μέρες μας, σε πλήθος λαϊκών εκδηλώσεων, αποκαλύπτουν και επιβεβαιώνουν την ελληνικότητά τους με την ταυτόχρονη κερκυραϊκή ιδιαίτερη ταυτότητά τους, προσελκύουν δε το ενδιαφέρον φωτισμένων μουσικών και αποτελούν πηγή έμπνευσης για σύγχρονες μουσικές δημιουργίες.
Το γεγονός ότι το Μουσικό Σχολείο Κέρκυρας, προσπερνά αυτή τη χιλιόχρονη παράδοση, εστιάζοντας την εκπαίδευση που παρέχει, κυρίως στη σύγχρονη έντεχνη ελληνική μουσική δημιουργία αλλά και σε ξένες προς τον τόπο ή παρείσακτες στην τοπική παράδοση μελωδίες, δεν αλλάζει τα πράγματα.
Η συστηματική έρευνα της πλούσιας κερκυραϊκής λαϊκής μουσικής παράδοσης, παραμένει ζητούμενο για το Τμήμα Μουσικών Σπουδών του Ιονίου Πανεπιστημίου και είναι καιρός να καταστεί μια από τις άμεσες προτεραιότητές του, ξεπερνώντας το πρόβλημα απουσίας καθηγητή ειδικότητας εθνομουσικολογίας.
Η αναπόσπαστη σχέση, ωστόσο, των τραγουδιών της χιλιόχρονης λαϊκής μουσικής παράδοσης της Κέρκυρας με τους κύκλους του χρόνου και της ζωής των απλών ανθρώπων, σε συνδυασμό με αρκετές ανιδιοτελείς πρωτοβουλίες έρευνας, ανάδειξης και διάδοσής της, είναι όροι αρκετοί για την επιβίωσή της, ακόμη και στη σημερινή δύσκολη εποχή. Κι αυτό γιατί αντλεί τους χυμούς της και τη δύναμή της από τις βαθιές, μέσα στο χώρο και το χρόνο, ρίζες της, ενώ όλο και περισσότεροι Κερκυραίοι βρίσκονται με ασίγαστη τη διάθεση να… φυσούν τα κάρβουνα της παράδοσης για να ξανακοκκινίσουν!
Κυνοπιάστες Κέρκυρας, 30 Σεπτ.2015

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
  1. Γιάννη Μαρτζούκου, «Κερκυραϊκά Δημοτικά Τραγούδια», Αθήνα 1959.
  2. Πρόγραμμα εκδήλωσης της Οπερας Δωματίου Κέρκυρας, για το έντεχνο Επτανησιακό τραγούδι, στον κήπο των π. ανακτόρων της πόλης, στις 18 Σεπτεμβρίου 2015.
  3. Γερ. Χυτήρη, «Η Κέρκυρα στα μέσα του 19ου αιώνα», έκδοση της Εταιρείας Κερκυραϊκών Σπουδών1988, σελ. 16.
  4. Ι. Ρωμανού, «Γρατιανός Ζώρζης, αυθέντης Λευκάδος» εν Κερκύρα τυπ. ΙΟΝΙΑ, 1870.
  5. Lamare Picquot, «Η Κέρκυρα στα μέσα του 19ου αιώνα», Γερ. Χυτήρη, έκδοση της Εταιρείας Κερκυραϊκών Σπουδών,1988, σελ. 68, σημ. 34.
  6. Γερ. Χυτήρη, «Τα λαογραφικά της Κέρκυρας», έκδοση της Εταιρείας Κερκυραϊκών Σπουδών, 1988.
Συλλογή Παραδοσιακών Τραγουδιών της Κέρκυρας

Την πρώτη Συλλογή  παραδοσιακών κερκυραϊκών τραγουδιών, εξέδωσε τον Αύγουστο του 2011, ο δημοσιογράφος Στέφανος Πουλημένος, για απόδοση από τον Πολυφωνικό Χορό Κυνοπιαστών «Γειτονία». Η συλλογή αυτή, είναι προϊόν μακράς έρευνας και μελέτης της λαϊκής μουσικής παράδοσης του τόπου μας, αντλώντας στοιχεία από όλες τις διαθέσιμες πηγές. Μιας παράδοσης αιώνων που κινδυνεύει με αφανισμό, καθώς οι κοινωνικές σχέσεις έχουν ριζικά αλλάξει, ο κοινωνικός ιστός δείχνει να έχει διαρραγεί και μέσα σ΄ αυτές τις συνθήκες, η είσοδος και επικράτηση ξένων στοιχείων στα μουσικά και χορωδιακά πράγματα της Κέρκυρας, τείνει να λάβει την μορφή πλημμυρίδας.
Στη δυσμενή αυτή εξέλιξη συνέβαλε η επί 10ετίες περιφρόνηση, από το ντόπιο μουσικό δυναμικό, της πλούσιας και μοναδικής πολιτιστικής μας παράδοσης και των καταπληκτικών μελωδιών που αυτή μας κληροδότησε. Μελωδιών που απαιτούσαν έρευνα, μελέτη, επεξεργασία και δεν τη βρήκαν – πλην ελαχίστων εξαιρέσεων – καθώς προτιμήθηκαν όσα έτοιμα και χωρίς κόπο, μας ήρθαν έξω από το νησί. ΄Οσα άλλων παραδόσεων, μας ήρθαν από την Αθήνα, την Κεφαλλονιά, τη Ζάκυνθο, την Ιταλία και τη Γερμανία ακόμη, που κάποιοι, εν γνώσει ή εν αγνοία τους, τα βάφτισαν «κερκυραϊκά παραδοσιακά», προκαλώντας ειρωνικά σχόλια και όχι μόνο, από τους γνωρίζοντες την αλήθεια.

Στη Συλλογή αυτή, έγινε σε μια προσπάθεια διάσωσης και ανάδειξης της δικής μας, της κερκυραϊκής λαϊκής μουσικής παράδοσης. Αυτής που εκφράζει τα ήθη, τα έθιμα, τα αισθήματα και τη ζωή των απλών ανθρώπων του νησιού μας. Τα βάσανα και τους καημούς, τις χαρές και τις λύπες τους. Την ερωτική τους διάθεση, την αισθητική τους αντίληψη, τον κόσμο της ψυχής τους, όπως όλα αυτά αποδίδονται εύγλωττα μέσα από τους στίχους και την μελωδικότητα των τραγουδιών μας.Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι, στο πρώτο τους άκουσμα, αυτά τα τραγούδια προκαλούν στους μεγαλύτερους αισθήματα συγκίνησης και νοσταλγίας, κεντρίζουν το ενδιαφέρον των νεότερων και μπολιάζουν - είναι βέβαιο - με τα μοναδικά τους ακούσματα, τη νέα γενιά.

Οι μελωδίες αυτών των τραγουδιών χρειάζονται τώρα το ενδιαφέρον και τη δουλειά των ειδικών. Τη μουσική καταγραφή και επεξεργασία τους, έτσι ώστε με τις κατάλληλες διασκευές να μπουν στο ρεπερτόριο όλων του μουσικών σχημάτων της Κέρκυρας, να διαδοθούν δε και έξω από το νησί μας, ως στοιχεία της δικής μας μουσικής ταυτότητας.  Γιατί, είναι τουλάχιστον προκλητικό, αυτή η ταυτότητα να συνεχίσει να απόδίδεται με ξένες μελωδίες, που τις βαφτίσαμε μάλλον από άγνοια – ελπίζω όχι σκοπιμότητα -  «παραδοσιακές της Κέρκυρας», όταν υπάρχει ο μεγάλος μουσικός πλούτος του νησιού, που αποτελεί γνήσια έκφραση της ψυχής του λαού μας.

 
Ο ζωγράφος Σπύρος Τσολάκης
Στο χωριό Κυνοπιάστες, με καταγωγή από τη Χίο, έζησε, δημιούργησε και διακρίθηκε, ένας σπουδαίος σύγχρονος ζωγράφος... Ο πρόωρα αδικοχαμένος, αξέχαστος φίλος ΣΠΥΡΟΣ ΤΣΟΛΑΚΗΣ.
Η σπουδή του και οι καινοτομίες στην τέχνη του θα μπορούσαν να γίνουν μάθημα στις σχολές καλών τεχνών...
Με την σεμνότητα που χαρακτήριζε τον ίδιο αλλά και την τέχνη του, κυρίως τοπιογραφία, συνέχισε και εξέλιξε την τεχνοτροπία της Ενετικής άποψης (Canaletto), αλλά εφάρμοσε πετυχημένα και τις εκφραστικές επαναστάσεις του Monet!
Η κάθε πινελιά του ήταν και μια στροφή από λυρικό ποίημα...
Η Εθνική Πινακοθήκη αναγνωρίζοντας το ταλέντο του φιλοξενεί γνωστό του πινάκα, με θέμα την ομορφιά της ελιάς...το σύμβολο της Κέρκυρας!
Ο αξέχαστος Σπύρος Τσολάκης θα ζει για πάντα στις καρδίες μας όχι μόνο σαν διακεκριμένος ζωγράφος αλλά και σαν άνθρωπος...
Θα πρέπει κάποια στιγμή η τοπική κοινωνία να οργανώσει εκδηλώσεις (εκθέσεις) μνήμης για να γνωρίσουν το έργο του οι νέες γενιές...
Θα ήταν ευγενική χειρονομία, επίσης, από τους συντοπίτες να έδιναν το όνομα του σε μια πλατεία ή σε έναν δρόμο του χωριού μας!
                                                                                                     Βασίλης Μήττας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου